συζυγία

συζυγία
συζῠγ-ία, ,= σύζευξις,
A union, E.HF675 (lyr.); union of branches with the trunk,

σ. τῶν φλεβῶν Arist.HA586b21

.
II yoke of animals, pair,

σ. πώλων E.Hipp.1131

(lyr.); of persons, Plu.Demetr.1: generally, pair, Pl. Phd.71c, Prm.143d, Arist.IA704b20; σ. πτερύγων, μήλων, δονάκων, AP5.267.6, 289 (both Paul. Sil.), 6.27 (Theaet.); ἄρσενα σ., of two sons, IG12(8).442.6 ([place name] Thasos); κατὰ συζυγίας in pairs, esp. of animals,

κατὰ συζυγίας φωλοῦσιν . . οἱ ἄρρενες θήλεσιν Arist.HA599b6

, cf. 631b1; in plants, Thphr.HP3.11.3, al.: hence,
2 coupling, copulation, AP5.220 (Paul. Sil.), 10.68 (Agath.).
3 in war, squadron of four war-chariots,= two ζυγαρχίαι, Ascl.Tact.8, Ael. Tact.22.2.
III conjunction of words or things in pairs, syzygy, Arist.Top.113a12, GC332b3 (pl.), Mete.378b11 (pl.), Stoic.2.132, Gal. 6.95, al.: more generally, combination of words, οὐκ ἐν τῷ κάλλει τῶν ὀνομάτων ἡ πειθώ, ἀλλ' ἐν τῇ ς. D.H.Comp.3, cf. 6; of letters, ib.22; coupling of terms in a syllogism, Chrysipp.Stoic.2.50.
2 Gramm., conjugation, D.T.638.6 (pl.), A.D.Adv.161.28, POxy.469.13 (iii A.D.); or declension, A.D.Adv.198.6, Synt.271.16, Ath.9.392b; any group of related words, e.g. sapiens, sapienter, sapientia, Cic.Top. 3.12, cf. 9.38.
3 in Prosody, syzygy, dipodia, Heph.7.8, Aristid. Quint.1.14, Syrian.in Hermog.1p.31R.
b syncope, Anon.Rhythm. 3.19.
IV Astron., syzygy, of two stars one of which rises and sets as the other sets and rises, Autol.1.4; of zodiacal signs rising and setting between the same points of the horizon, Gem.2.27; of the moon's conjunctions and oppositions with the sun, Ptol.Alm. 5.1, Cat.Cod.Astr.1.131; so of planets, Ptol.Alm.5.10.
V Math., αἱ κατὰ συζυγίαν ἀντικείμεναι [τομαί] conjugate opposite sections, i.e. conjugate hyperbolas, each with two branches, Apollon.Perg.Con. 2.17, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συζυγία — συζυγίᾱ , συζύγιος joined fem nom/voc/acc dual συζυγίᾱ , συζύγιος joined fem nom/voc sg (attic doric aeolic) συζυγίᾱ , συζυγία union fem nom/voc/acc dual συζυγίᾱ , συζυγία union fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συζυγίᾳ — συζυγίᾱͅ , συζύγιος joined fem dat sg (attic doric aeolic) συζυγίαι , συζυγία union fem nom/voc pl συζυγίᾱͅ , συζυγία union fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συζυγία — η, ΝΜΑ [σύζυγος] 1. υπαγωγή στον ίδιο ζυγό, ένωση, σύζευξη 2. συζυγικός δεσμός νεοελλ. 1. αστρον. ορισμένη θέση τής Σελήνης ή ενός πλανήτη σε σχέση με τον Ήλιο κατά την οποία τα δύο αυτά ουράνια σώματα βρίσκονται είτε σε σύνοδο είτε σε αντίθεση 2 …   Dictionary of Greek

  • συζυγία — η 1. σύζευξη. 2. (γραμμ.), ο τρόπος κλίσης των ρημάτων: Στην αρχαία ελληνική γλώσσα υπάρχουν δύο συζυγίες ρημάτων, η συζυγία των ρημάτων που λήγουν σε ω ( ομαι) και η συζυγία των ρημάτων που λήγουν σε μι ( μαι). 3. (αστρον.) το να βρίσκεται η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συζυγίας — συζυγίᾱς , συζύγιος joined fem acc pl συζυγίᾱς , συζύγιος joined fem gen sg (attic doric aeolic) συζυγίᾱς , συζυγία union fem acc pl συζυγίᾱς , συζυγία union fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συζυγίαι — συζυγίᾱͅ , συζύγιος joined fem dat sg (attic doric aeolic) συζυγία union fem nom/voc pl συζυγίᾱͅ , συζυγία union fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συζυγίαν — συζυγίᾱν , συζύγιος joined fem acc sg (attic doric aeolic) συζυγίᾱν , συζυγία union fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Сизигии — (συζυγια соединение) общее название полнолуний и новолуний, т. е. моментов, когда солнце, земля и луна расположены на одной прямой линии …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • συζυγιῶν — συζυγία union fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρανιακά νεύρα — Ονομασία 12 ζευγών νεύρων που ξεκινούν από την πρόσθια επιφάνεια του στελέχους του εγκεφάλου και, μέσα από ειδικές οπές του κρανίου, φτάνουν μέχρι τα όργανα και τους ιστούς της κεφαλής και του τραχήλου και τα νευρώνουν. Από αυτά μόνο ένα, το… …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”